Δημητριακοί

Δημητριακοί
Δημητριακός
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έρεγμα — ἔρεγμα και ἔριγμα, τὸ (Α) τριμμένοι δημητριακοί καρποί, χοντροκοπανισμένα όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το ε (αντί ει , *έρειγμα)] …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • όπνιος — ὄπνιος, ον (Α) (εσφ. γρφ. αντί ὄμπνιος) 1. μεγάλος, αυξημένος, πλουσιοπάροχος, πολύς (α. «ὄπνιος χείρ» πλούσιο, πλουσιοπάροχο χέρι β. «ὄπνιον νέφος» μεγάλο, ογκώδες νέφος) 2. (κατά τον Φώτ.) α) «ὄπνιος λειμών ὁ σῑτος καὶ οἱ δημητριακοὶ καρποί… …   Dictionary of Greek

  • δημητριακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην αρχαία θεά Δήμητρα. 2. δημητριακοί καρποί ή, ως ουσ., δημητριακά, τα τα φυτά και οι σπόροι ορισμένων φυτών, τα οποία χρησιμοποιούνται ως τροφή: Τα δημητριακά με γάλα έχουν γίνει πολύ δημοφιλές πρωινό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”